καταχάσκω

καταχάσκω
κατα-χάσκω, den Mund wonach aufsperren, gierig wonach schnappen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταχάσκω — (AM καταχάσκω) νεοελλ. (για τόπους) αυτός που χαίνει, που χάσκει, που έχει μεγάλο βάθος, βαραθρώδης («καταχάσκουσα χαράδρα») μσν. αρχ. ανοίγω πολύ το στόμα σαν για να καταπιώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • καταχασμώμαι — καταχασμῶμαι, άομαι (AM) 1. καταχάσκω*, ανοίγω το στόμα 2. καταγελώ 3. (για τα όσπρια) σπάζω, σκάω, ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χασμῶμαι «ανοίγω το στόμα, χάσκω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”